ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΑΜΕ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ ΞΥΛΟΥ Ν. ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ

 

Σε πρώτο πλάνο βρέθηκαν ξανά στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ την περασμένη Παρασκευή οι μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη – μέλη, για το ποια μορφή θα έχει και ποιος θα βγει περισσότερο ευνοημένος από τα κονδύλια στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων που προτείνει η Κομισιόν για τη διαχείριση της κρίσης.

Εκεί που συμφωνούν βέβαια όλοι είναι ότι τα χρήματα αυτά, είτε δοθούν με τη μορφή δανείων είτε με τη μορφή επιχορηγήσεων, θα τα πληρώσουν πάλι οι λαοί. Οχι μόνο με αύξηση της φορολογίας και των περικοπών σε βάθος χρόνου, αλλά και με ένα πλήθος νέων αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων» που επιταχύνονται και θεωρούνται «προαπαιτούμενο» για την εκταμίευση των χρημάτων από τα κράτη – μέλη.

Αυτό βέβαια κάθε άλλο παρά πτοεί την κυβέρνηση, που παρουσιάζει ως «ιστορικών διαστάσεων ευκαιρία» το πακέτο της ΕΕ, θέλοντας να στοιχίσει το λαό στο λεγόμενο «σχέδιο ανασυγκρότησης».

Η «ευκαιρία» που βλέπουν τα αστικά επιτελεία είναι ευκαιρία για τους επιχειρηματικούς ομίλους να θωρακίσουν τα κέρδη τους, κλιμακώνοντας την επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα. Οι στόχοι που τίθενται για την «ανασύνταξη» της ελληνικής οικονομίας είναι αντιλαϊκοί, παλιοί και δοκιμασμένοι.

Αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των αξιώσεων του κεφαλαίου, όπως έδειξε και η πρόσφατη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, με τους βιομήχανους να απαιτούν, πάνω στο αντεργατικό πλαίσιο που έχουν ήδη διαμορφώσει η σημερινή και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις, να «τρέξουν» ακόμα πιο γρήγορα μια σειρά αναδιαρθρώσεων στη Δικαιοσύνη, στο Χωροταξικό, στο Ασφαλιστικό, στη φορολογική νομοθεσία κ.ο.κ., προκειμένου όμιλοι και «επενδυτές» να επεκταθούν και σε νέα πεδία κερδοφορίας, όπως αυτό της «πράσινης» οικονομίας.

Προπαγανδίζουν μάλιστα την ανάγκη για ένα πιο «επιτελικό» κράτος στην υπηρεσία αυτού του σχεδιασμού, με το επιχείρημα ότι και παλιότερα δόθηκαν χρήματα από την ΕΕ, αλλά «ξοδεύτηκαν λάθος», «κατασπαταλήθηκαν από τη γραφειοκρατία» και έτσι «χάθηκε η ευκαιρία» για την ελληνική οικονομία να «πάει μπροστά».

Το θράσος και η κοροϊδία δεν έχουν όρια. Από τα κονδύλια της ΕΕ, που είναι χρήματα του λαού, επωφελήθηκαν διαχρονικά οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Με τα ΕΣΠΑ, για παράδειγμα, χρηματοδοτήθηκαν ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και η επέκταση της «ευελιξίας», η «αποκέντρωση» και εμπορευματοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών, η επιτάχυνση της «απελευθέρωσης» σε μια σειρά από κλάδους, που πλήρωσαν και πληρώνουν εργαζόμενοι και βιοπαλαιστές ΕΒΕ.

Τα λίγα χρήματα που δόθηκαν σε μικρούς επαγγελματίες δεν έφεραν τη σωτηρία ούτε καν ανακούφιση από τις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής και την πίεση που ασκεί ο ανταγωνισμός. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα, με τα κονδύλια από το «Ταμείο Ανάκαμψης», που θα κατευθύνουν σε υποδομές και «μεταρρυθμίσεις» σε τομείς όπου τα μονοπώλια δείχνουν ήδη ενδιαφέρον.

Και όχι μόνο αυτό. Προκειμένου να διαχειριστούν την κρίση προς όφελος των ομίλων και να τη μετατρέψουν σε «ευκαιρία» για τα κέρδη του, σχεδιάζουν και την ανασυγκρότηση του κράτους. Οταν όμως πρόκειται για τις ανάγκες του λαού, όπως στη διάρκεια της πανδημίας, ή για την προστασία από φυσικά φαινόμενα και καταστροφές, όλα παραπέμπονται στην «ατομική ευθύνη» και στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι το κράτος είναι «επιτελικό» για τις ανάγκες του κεφαλαίου, όχι όμως για τα συμφέροντα και τις ανάγκες του λαού.

Πάνω σε αυτόν τον σχεδιασμό διαγωνίζονται σήμερα ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, για το ποιος μπορεί να τον υλοποιήσει ως «ο καλύτερος διευθυντής» στις υποθέσεις του κεφαλαίου, αλλά και να διασφαλίσει την «κοινωνική συνοχή», μπροστά στην κρίση που εξελίσσεται. Σε κάθε περίπτωση, κερδίζουν και οι δύο τα συγχαρητήρια του ΣΕΒ, επειδή, «παρά τις όποιες διαφωνίες, υπάρχει ευρεία συναίνεση στο ότι απαιτούνται επενδύσεις με ρίσκο για να πάει μπροστά ο τόπος».

Αντί λοιπόν να διαλέξει τρόπο για τη νέα σφαγή που ετοιμάζουν σε βάρος του, ο λαός μπορεί να διαλέξει άλλο δρόμο: Με την οργανωμένη, συλλογική του δράση να τους χαλάσει τα σχέδια, να μη δεχτεί να πληρώσει ξανά για να κερδίζουν μια χούφτα όμιλοι. Να περάσει στην αντεπίθεση απέναντι σε κυβέρνηση – κεφάλαιο – ΕΕ, για να έρθουν στο επίκεντρο οι δικές του ανάγκες, να ανοίξει η συζήτηση για την πραγματική διέξοδο, την ανάπτυξη προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, όταν από τη μέση βγει το μεγάλο εμπόδιο του κέρδους, της καπιταλιστικής εξουσίας και ιδιοκτησίας.